Συνηθίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συνηθίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acostumar, habituar, acostume, a habituar, acostumem
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνηθίζω
συνηθίζω ετυμολογια, συνηθίζω συνωνυμα, συνηθίζω να, συνηθίζω αγγλικά, συνηθίζω στα αγγλικα, συνηθίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συνηθίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συνηγορία στα πορτογαλικά - defesa, imperfeito, advocacia, a defesa, advocacy, defesa do
- συνηγορώ στα πορτογαλικά - advogado, pleitear, alegar, invocar, defender, implorar
- συνηθισμένος στα πορτογαλικά - comum, ordinário, vulgar, estacionamento, parque, usual, habitual, ...
- συνθέτης στα πορτογαλικά - compositor, compositora, o compositor, compositor de, autor
Τυχαίες λέξεις
Συνηθίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: acostumar, habituar, acostume, a habituar, acostumem
Μεταφράσεις: acostumar, habituar, acostume, a habituar, acostumem