Συνηθίζω στα τούρκικα

Μετάφραση: συνηθίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alışkın, alıştırmak, accustom, alıştırmak için
Συνηθίζω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνηθίζω

συνηθίζω ετυμολογια, συνηθίζω συνωνυμα, συνηθίζω να, συνηθίζω αγγλικά, συνηθίζω στα αγγλικα, συνηθίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, συνηθίζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • συνηγορία στα τούρκικα - savunma, savunuculuk, savunu, savunuculuğu, avukatlık
  • συνηγορώ στα τούρκικα - savunmak, avukat, mazeret, rica, itiraf, yalvarmaya
  • συνηθισμένος στα τούρκικα - yaygın, park, ortak, olağan, her zamanki, zamanki, normalden, ...
  • συνθέτης στα τούρκικα - besteci, bestecisi, kompozitör, bestecinin, bestekar
Τυχαίες λέξεις
Συνηθίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: alışkın, alıştırmak, accustom, alıştırmak için