Συνηθίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: συνηθίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pratinti, pripratinti, Oswajać, Otrzaskać, Pieradināties
Συνηθίζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνηθίζω

συνηθίζω ετυμολογια, συνηθίζω συνωνυμα, συνηθίζω να, συνηθίζω αγγλικά, συνηθίζω στα αγγλικα, συνηθίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συνηθίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • συνηγορία στα λιθουανικά - apsauga, apsigynimas, gynimas, palaikymas, propagavimas, propagavimo, atstovavimas
  • συνηγορώ στα λιθουανικά - advokatas, teisintis, remtis, remtis tuo, prašyti, ginti
  • συνηθισμένος στα λιθουανικά - eilinis, parkas, paprastas, bendras, įprastas, įprasta, Įprastinė, ...
  • συνθέτης στα λιθουανικά - kompozitorius, kompozitoriaus, Kūriniai, kompozitorė, sukūrimo
Τυχαίες λέξεις
Συνηθίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pratinti, pripratinti, Oswajać, Otrzaskać, Pieradināties