Συνηθίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: συνηθίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
привчіть, призвичаювати, призвичаїти, привчати
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνηθίζω
συνηθίζω ετυμολογια, συνηθίζω συνωνυμα, συνηθίζω να, συνηθίζω αγγλικά, συνηθίζω στα αγγλικα, συνηθίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συνηθίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συνηγορία στα ουκρανικά - оборонний, оправдання, оборона, пропаганда, пропагування
- συνηγορώ στα ουκρανικά - захищати, пропагувати, прибічник, адвокат, благати, просити, благатиме, ...
- συνηθισμένος στα ουκρανικά - звичний, рядовий, поширений, посередній, звичайний, простий, гуртовий, ...
- συνθέτης στα ουκρανικά - композитор
Τυχαίες λέξεις
Συνηθίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: привчіть, призвичаювати, призвичаїти, привчати
Μεταφράσεις: привчіть, призвичаювати, призвичаїти, привчати