Ωριαίος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ωριαίος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
всеки час, почасово, почасова, на час, почасовата
Ωριαίος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωριαίος

ωριαίοσ κύκλοσ, ωριαίος χάρτης, ωριαίος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ωριαίος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ωραία στα βουλγαρικά - глоба, фин, фина, фино, отличен
  • ωραίος στα βουλγαρικά - ница, красив, хубав, красиво, красива, красивия
  • ωριμάζω στα βουλγαρικά - зрял, зряла, зрели, зрелия, зряло
  • ωριμότητα στα βουλγαρικά - падеж, зрелост, матуритет, падежа, зрялост
Τυχαίες λέξεις
Ωριαίος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: всеки час, почасово, почасова, на час, почасовата