Ωριαίος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ωριαίος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
час, на час, секој час, часови, часовни
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωριαίος
ωριαίοσ κύκλοσ, ωριαίος χάρτης, ωριαίος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ωριαίος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ωραία στα σλαβομακεδονικά - парична казна, фини, казна, фино, Глоба
- ωραίος στα σλαβομακεδονικά - згоден, убавиот, убаво, убави, згодни
- ωριμάζω στα σλαβομακεδονικά - зрели, зрел, зрела, зрелите, зрело
- ωριμότητα στα σλαβομακεδονικά - зрелост, доспевање, рок на достасување, достасување, доспеаност
Τυχαίες λέξεις
Ωριαίος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: час, на час, секој час, часови, часовни
Μεταφράσεις: час, на час, секој час, часови, часовни