Ωριαίος στα δανικά

Μετάφραση: ωριαίος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hver time, time, timeløn, time-, timebasis
Ωριαίος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωριαίος

ωριαίοσ κύκλοσ, ωριαίος χάρτης, ωριαίος λεξικό γλώσσας δανικά, ωριαίος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ωραία στα δανικά - bøde, fint, fine, fin, bøden
  • ωραίος στα δανικά - flink, hyggelig, behagelig, rar, god, smuk, smukke, ...
  • ωριμάζω στα δανικά - moden, modne, modent, voksne, kønsmodne
  • ωριμότητα στα δανικά - modenhed, løbetid, udløb, løbetiden, løbetid på
Τυχαίες λέξεις
Ωριαίος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hver time, time, timeløn, time-, timebasis