Ωριαίος στα φινλανδικά

Μετάφραση: ωριαίος, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tunti-, Vuorokausiennuste, Tunnittainen, joka tiimale, tunneittain
Ωριαίος στα φινλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωριαίος

ωριαίοσ κύκλοσ, ωριαίος χάρτης, ωριαίος λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ωριαίος στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • ωραία στα φινλανδικά - hyvästi, hyvin, hienosti, hieno, sakon, sakko, hienoja
  • ωραίος στα φινλανδικά - hyvä, ystävällinen, uhkea, nirso, kiva, hauska, sorea, ...
  • ωριμάζω στα φινλανδικά - varttua, kypsyä, kypsä, kypsän, kypsät, kypsiä, Aikuiset
  • ωριμότητα στα φινλανδικά - kypsyys, erääntyminen, maturiteetti, juoksuaika, maturiteetin, maturiteetin mukaan
Τυχαίες λέξεις
Ωριαίος στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: tunti-, Vuorokausiennuste, Tunnittainen, joka tiimale, tunneittain