Ωριαίος στα εσθονικά

Μετάφραση: ωριαίος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
igatunnine, iga tund, tunnine, tunni, tunnis, tunnitasu
Ωριαίος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωριαίος

ωριαίοσ κύκλοσ, ωριαίος χάρτης, ωριαίος λεξικό γλώσσας εσθονικά, ωριαίος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ωραία στα εσθονικά - kenasti, kenakesti, viisakalt, trahv, peen, trahvi, trahviühikut, ...
  • ωραίος στα εσθονικά - oivaline, sõbralik, kena, nägus, meeldiv, ilus, handsome
  • ωριμάζω στα εσθονικά - kääritama, täiskasvanud, küpsema, valmima, küps, küpse, küpsed, ...
  • ωριμότητα στα εσθονικά - küpsus, tähtajaga, lõpptähtaeg, küpsuse, tähtaeg on
Τυχαίες λέξεις
Ωριαίος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: igatunnine, iga tund, tunnine, tunni, tunnis, tunnitasu