Ωριαίος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ωριαίος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ieder uur, om het uur, per uur, elk uur, per uur Er
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωριαίος
ωριαίοσ κύκλοσ, ωριαίος χάρτης, ωριαίος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ωριαίος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ωραία στα ολλανδικά - fijn, mooi, fijne, prima, boete
- ωραίος στα ολλανδικά - prachtig, vriendelijk, behaaglijk, aardig, lief, goeduitziend, schitterend, ...
- ωριμάζω στα ολλανδικά - rijpen, rijp, belegen, bezonken, volwassen, rijpe, oudere, ...
- ωριμότητα στα ολλανδικά - rijpheid, vervaldag, looptijd, volwassenheid, vervaldatum
Τυχαίες λέξεις
Ωριαίος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ieder uur, om het uur, per uur, elk uur, per uur Er
Μεταφράσεις: ieder uur, om het uur, per uur, elk uur, per uur Er