Ηλικία στα ισλανδικά

Μετάφραση: ηλικία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aldur, öld, aldri, Age, ára
Ηλικία στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηλικία

ηλικία ανδρέα μικρούτσικου, ηλικία ασλανίδου, ηλικία γλυκερίας, ηλικία σκύλου, ηλικία κωστόπουλος, ηλικία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ηλικία στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ηλεκτρονικός στα ισλανδικά - rafræn, Electronic, rafræna, rafrænum, rafrænt
  • ηλιακός στα ισλανδικά - sól, Solar, sólarorku, sólar
  • ηλικίας στα ισλανδικά - aldur, aldri, Age, ára
  • ηλικιωμένος στα ισλανδικά - öldruðum, aldraða, aldraðra, aldraðir, hjá öldruðum
Τυχαίες λέξεις
Ηλικία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: aldur, öld, aldri, Age, ára