Ηλικία στα δανικά
Μετάφραση: ηλικία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tidsalder, alder, alderstrin, epoke, år, alderen, en alder
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλικία
ηλικία ανδρέα μικρούτσικου, ηλικία ασλανίδου, ηλικία γλυκερίας, ηλικία σκύλου, ηλικία κωστόπουλος, ηλικία λεξικό γλώσσας δανικά, ηλικία στα δανικά
Μεταφράσεις
- ηλεκτρονικός στα δανικά - elektronisk, elektroniske, e
- ηλιακός στα δανικά - sol, solar, solenergi, sol-
- ηλικίας στα δανικά - alder, år, alderen, en alder
- ηλικιωμένος στα δανικά - ældre, ældres, ældre mennesker
Τυχαίες λέξεις
Ηλικία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tidsalder, alder, alderstrin, epoke, år, alderen, en alder
Μεταφράσεις: tidsalder, alder, alderstrin, epoke, år, alderen, en alder