Ανάπηρος στα γερμανικά

Μετάφραση: ανάπηρος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
behindert, kranker, kranke, gebrechlicher, ungültig, invalide, gebrechliche, krüppel, deaktiviert, Behinderte, behinderten, behinderter
Ανάπηρος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάπηρος

ανάπηρος επιστήμονας, ανάπηρος ετυμολογία, ανάπηρος αθλητής «έφαγε πόρτα» σε τράπεζα, ανάπηρος ορισμός, ανάπηρος στα αγγλικά, ανάπηρος λεξικό γλώσσας γερμανικά, ανάπηρος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ανάξιος στα γερμανικά - unwürdig, unwürdigen, unwürdige, würdig, nicht würdig
  • ανάπαυλα στα γερμανικά - frist, aufschub, verringerung, bedenkzeit, pause, abnahme, Atempause, ...
  • ανάπτυξη στα γερμανικά - wachstum, vegetation, entstehung, ontogenese, werdegang, erarbeitung, entwicklung, ...
  • ανάρμοστος στα γερμανικά - ungeeignet, ungenau, passt nicht, unbefitting, passt nicht zu
Τυχαίες λέξεις
Ανάπηρος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: behindert, kranker, kranke, gebrechlicher, ungültig, invalide, gebrechliche, krüppel, deaktiviert, Behinderte, behinderten, behinderter