Ανάπηρος στα φινλανδικά

Μετάφραση: ανάπηρος, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vammainen, rampauttaa, invalidi, vammauttaa, vammautua, vammaiset, vammaisten, vammaisille, vammaisia, vajaakuntoisten
Ανάπηρος στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάπηρος

ανάπηρος επιστήμονας, ανάπηρος ετυμολογία, ανάπηρος αθλητής «έφαγε πόρτα» σε τράπεζα, ανάπηρος ορισμός, ανάπηρος στα αγγλικά, ανάπηρος λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ανάπηρος στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανάξιος στα φινλανδικά - kelvoton, arvoton, arvottomia, kelvottomia, arvottomaksi
  • ανάπαυλα στα φινλανδικά - lievennys, väliaika, armonaika, helpotus, tauko, huojennus, lykätä, ...
  • ανάπτυξη στα φινλανδικά - orastus, kasvaminen, kehittyminen, asteittainen kehitys, kehitys, rakentaminen, kehitysyhteistyö, ...
  • ανάρμοστος στα φινλανδικά - epäkelpo, kehno, sopimaton, kielletty, paheksuttu, unbefitting
Τυχαίες λέξεις
Ανάπηρος στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: vammainen, rampauttaa, invalidi, vammauttaa, vammautua, vammaiset, vammaisten, vammaisille, vammaisia, vajaakuntoisten