Ανάπηρος στα σλοβενικά
Μετάφραση: ανάπηρος, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
invalide, onemogočeno, invalidov, invalidi, onemogočena
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάπηρος
ανάπηρος επιστήμονας, ανάπηρος ετυμολογία, ανάπηρος αθλητής «έφαγε πόρτα» σε τράπεζα, ανάπηρος ορισμός, ανάπηρος στα αγγλικά, ανάπηρος λεξικό γλώσσας σλοβενικά, ανάπηρος στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- ανάξιος στα σλοβενικά - nevredni, nevreden, nevrednega, nevredna, nevredno
- ανάπαυλα στα σλοβενικά - dihanje, dihalni, dihanja, dihanju, diha
- ανάπτυξη στα σλοβενικά - razvoj, razvoja, razvojem, razvojna, razvoju
- ανάρμοστος στα σλοβενικά - unbefitting
Τυχαίες λέξεις
Ανάπηρος στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: invalide, onemogočeno, invalidov, invalidi, onemogočena
Μεταφράσεις: invalide, onemogočeno, invalidov, invalidi, onemogočena