Ανάπηρος στα εσθονικά

Μετάφραση: ανάπηρος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vigane, puudega, paikapidamatu, halvama, jalutu, sandistama, kehtetu, invaliidistunud, puuetega, puudega inimestele mõeldud, puudega inimestele
Ανάπηρος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάπηρος

ανάπηρος επιστήμονας, ανάπηρος ετυμολογία, ανάπηρος αθλητής «έφαγε πόρτα» σε τράπεζα, ανάπηρος ορισμός, ανάπηρος στα αγγλικά, ανάπηρος λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανάπηρος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ανάξιος στα εσθονικά - ebaväärikas, vääritu, pärimiskõlbmatu, vääritud, ei vääri
  • ανάπαυλα στα εσθονικά - puhkepaus, vaheaeg, hingamisruumi, hingetõmbeaega, kohanemisperioodiga, jätma hingamisruumi, hingamisruumi tegevust
  • ανάπτυξη στα εσθονικά - väljatöötamine, areng, kasv, arendus, arengu, arengut, arendamise, ...
  • ανάρμοστος στα εσθονικά - kohatu, ebasünnis, ebaõige, unbefitting
Τυχαίες λέξεις
Ανάπηρος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vigane, puudega, paikapidamatu, halvama, jalutu, sandistama, kehtetu, invaliidistunud, puuetega, puudega inimestele mõeldud, puudega inimestele