Ανάπηρος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ανάπηρος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лицата со хендикеп, инвалиди, хендикепираните, хендикепирани, оневозможено
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάπηρος
ανάπηρος επιστήμονας, ανάπηρος ετυμολογία, ανάπηρος αθλητής «έφαγε πόρτα» σε τράπεζα, ανάπηρος ορισμός, ανάπηρος στα αγγλικά, ανάπηρος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ανάπηρος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ανάξιος στα σλαβομακεδονικά - недостоен, недостојни, недостојна, недостојниот, недостојно
- ανάπαυλα στα σλαβομακεδονικά - простор за дишење
- ανάπτυξη στα σλαβομακεδονικά - развојот, онтогенеза, развој, развој на, за развој, развојот на
- ανάρμοστος στα σλαβομακεδονικά - unbefitting
Τυχαίες λέξεις
Ανάπηρος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: лицата со хендикеп, инвалиди, хендикепираните, хендикепирани, оневозможено
Μεταφράσεις: лицата со хендикеп, инвалиди, хендикепираните, хендикепирани, оневозможено