Ανάπηρος στα νορβηγικά

Μετάφραση: ανάπηρος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
krøpling, invalid, ugyldig, deaktivert, funksjonshemmet, funksjonshemmede, deaktiveres, handikappede
Ανάπηρος στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάπηρος

ανάπηρος επιστήμονας, ανάπηρος ετυμολογία, ανάπηρος αθλητής «έφαγε πόρτα» σε τράπεζα, ανάπηρος ορισμός, ανάπηρος στα αγγλικά, ανάπηρος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ανάπηρος στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • ανάξιος στα νορβηγικά - uverdig, uverdige, verdig, uverdig til, seg uverdig
  • ανάπαυλα στα νορβηγικά - pusterom, pust plass, pusterom til, et pusterom
  • ανάπτυξη στα νορβηγικά - vekst, utvikling, utviklingen, utviklings, utbygging
  • ανάρμοστος στα νορβηγικά - upassende, unbefitting
Τυχαίες λέξεις
Ανάπηρος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: krøpling, invalid, ugyldig, deaktivert, funksjonshemmet, funksjonshemmede, deaktiveres, handikappede