Ανάπηρος στα ρουμανικά

Μετάφραση: ανάπηρος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
suferind, invalid, schilod, handicap, cu handicap, dezactivat, dezactivată
Ανάπηρος στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάπηρος

ανάπηρος επιστήμονας, ανάπηρος ετυμολογία, ανάπηρος αθλητής «έφαγε πόρτα» σε τράπεζα, ανάπηρος ορισμός, ανάπηρος στα αγγλικά, ανάπηρος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ανάπηρος στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • ανάξιος στα ρουμανικά - nevrednic, nedemn, nevrednici, nedemni, nedemnă
  • ανάπαυλα στα ρουμανικά - pauză, spațiu, spatiu, spațiul, spațiului, pătrundă
  • ανάπτυξη στα ρουμανικά - dezvoltare, evoluţie, dezvoltarea, de dezvoltare, dezvoltării, pentru dezvoltare
  • ανάρμοστος στα ρουμανικά - deplasat, unbefitting
Τυχαίες λέξεις
Ανάπηρος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: suferind, invalid, schilod, handicap, cu handicap, dezactivat, dezactivată