Ανάπηρος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ανάπηρος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
invalide, uitgeschakeld, handicap, gehandicapte, een handicap
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάπηρος
ανάπηρος επιστήμονας, ανάπηρος ετυμολογία, ανάπηρος αθλητής «έφαγε πόρτα» σε τράπεζα, ανάπηρος ορισμός, ανάπηρος στα αγγλικά, ανάπηρος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανάπηρος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ανάξιος στα ολλανδικά - onwaardig, onwaardige, waardig, niet waard, niet waardig
- ανάπαυλα στα ολλανδικά - besnoeiing, vermindering, achteruitgang, korting, verflauwing, rabat, afslag, ...
- ανάπτυξη στα ολλανδικά - evolutie, ontwikkeling, groei, ontogenese, wasdom, de ontwikkeling, ontwikkeling van, ...
- ανάρμοστος στα ολλανδικά - ongepast
Τυχαίες λέξεις
Ανάπηρος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: invalide, uitgeschakeld, handicap, gehandicapte, een handicap
Μεταφράσεις: invalide, uitgeschakeld, handicap, gehandicapte, een handicap