Ανάπηρος στα ουγγρικά
Μετάφραση: ανάπηρος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sánta, mozgássérült, rokkant, fogyatékkal, fogyatékkal élő, fogyatékos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάπηρος
ανάπηρος επιστήμονας, ανάπηρος ετυμολογία, ανάπηρος αθλητής «έφαγε πόρτα» σε τράπεζα, ανάπηρος ορισμός, ανάπηρος στα αγγλικά, ανάπηρος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ανάπηρος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ανάξιος στα ουγγρικά - méltatlan, méltó, érdemtelen, méltatlannak, méltatlanok
- ανάπαυλα στα ουγγρικά - lélegzetvétel ideje, lélegzetvételnyi, lélegzetvételhez, fellélegezhetnek, könnyebbséggel
- ανάπτυξη στα ουγγρικά - terjeszkedés, fejlemény, növekmény, tumor, kialakulás, fejlesztés, fejlődés, ...
- ανάρμοστος στα ουγγρικά - nem helyénvaló
Τυχαίες λέξεις
Ανάπηρος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: sánta, mozgássérült, rokkant, fogyatékkal, fogyatékkal élő, fogyatékos
Μεταφράσεις: sánta, mozgássérült, rokkant, fogyatékkal, fogyatékkal élő, fogyatékos