Αφοπλισμός στα γερμανικά
Μετάφραση: αφοπλισμός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abrüstung, Abrüstung, Entwaffnung, Abrüstungs, der Abrüstung, die Abrüstung
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφοπλισμός
αφοπλισμόσ του ελασ, αφοπλισμός του ελασ (βάρκιζα 1945), αφοπλισμός αστυνομίας, πυρηνικόσ αφοπλισμόσ, αποκλεισμός συνώνυμα, αφοπλισμός λεξικό γλώσσας γερμανικά, αφοπλισμός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αφομοίωση στα γερμανικά - assimilation, aufnahme, angleichung, anpassung, Assimilation, Assimilations, Assimilierung, ...
- αφοπλισμένος στα γερμανικά - waffenlos, unbewaffnet, entwaffnet, entwaffnete, entwaffneten, entwaffnen, Entwaffnung
- αφορίζω στα γερμανικά - exkommunizieren, zu exkommunizieren, exkommuniziert, Exkommunikation
- αφορμή στα γερμανικά - rechtfertigen, verzeihen, beschönigen, ausrede, vorwand, entschuldigen, entschuldigung, ...
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: abrüstung, Abrüstung, Entwaffnung, Abrüstungs, der Abrüstung, die Abrüstung
Μεταφράσεις: abrüstung, Abrüstung, Entwaffnung, Abrüstungs, der Abrüstung, die Abrüstung