Αφοπλισμός στα ουγγρικά
Μετάφραση: αφοπλισμός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lefegyverzés, leszerelés, leszerelési, a leszerelés, leszerelést, leszerelésről
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφοπλισμός
αφοπλισμόσ του ελασ, αφοπλισμός του ελασ (βάρκιζα 1945), αφοπλισμός αστυνομίας, πυρηνικόσ αφοπλισμόσ, αποκλεισμός συνώνυμα, αφοπλισμός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αφοπλισμός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αφομοίωση στα ουγγρικά - asszimilálódás, hasonulás, asszimiláció, asszimilációs, az asszimiláció, asszimilációt, asszimilációja
- αφοπλισμένος στα ουγγρικά - fegyvertelenül, fegyvertelen, hatástalanított, hatástalanítva, hatástalanítják, kikapcsolt, hatástalanították
- αφορίζω στα ουγγρικά - kiközösített, kiközösítik, kiátkoz, mindenkit közösítsenek, közösítsenek
- αφορμή στα ουγγρικά - ok, oka, okát, okot, mert
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: lefegyverzés, leszerelés, leszerelési, a leszerelés, leszerelést, leszerelésről
Μεταφράσεις: lefegyverzés, leszerelés, leszerelési, a leszerelés, leszerelést, leszerelésről