Αφοπλισμός στα σουηδικά
Μετάφραση: αφοπλισμός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nedrustning, avväpning, nedrustnings, avrustning, nedrustningen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφοπλισμός
αφοπλισμόσ του ελασ, αφοπλισμός του ελασ (βάρκιζα 1945), αφοπλισμός αστυνομίας, πυρηνικόσ αφοπλισμόσ, αποκλεισμός συνώνυμα, αφοπλισμός λεξικό γλώσσας σουηδικά, αφοπλισμός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αφομοίωση στα σουηδικά - assimilering, assimilation, likställande, assimilerings, assimileringen
- αφοπλισμένος στα σουηδικά - avväpnade, avväpnad, avväpnas, kopplat, frånkopplat
- αφορίζω στα σουηδικά - exkommunicerar, exkommunicera, bannlysa, bannlyst, bann
- αφορμή στα σουηδικά - ursäkta, ursäkt, undanflykt, förlåta, orsak, orsaken, sak, ...
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: nedrustning, avväpning, nedrustnings, avrustning, nedrustningen
Μεταφράσεις: nedrustning, avväpning, nedrustnings, avrustning, nedrustningen