Αφοπλισμός στα εσθονικά

Μετάφραση: αφοπλισμός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
desarmeerimine, desarmeerimise, desarmeerimist, desarmeerimis-, desarmeerimisele
Αφοπλισμός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αφοπλισμός

αφοπλισμόσ του ελασ, αφοπλισμός του ελασ (βάρκιζα 1945), αφοπλισμός αστυνομίας, πυρηνικόσ αφοπλισμόσ, αποκλεισμός συνώνυμα, αφοπλισμός λεξικό γλώσσας εσθονικά, αφοπλισμός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αφομοίωση στα εσθονικά - seedimine, assimilatsioon, assimileerimine, assimilatsiooni, assimileerimise, omastavad
  • αφοπλισμένος στα εσθονικά - relvastamata, relvitu, valvest maha, relvitustati, valvest maas, desarmeeritud, valvest maha võetud
  • αφορίζω στα εσθονικά - kirkonkiroukseen, Kuulutab kirkonkiroukseen, Eristada kiriku seose, Kuulutab asetatakse
  • αφορμή στα εσθονικά - vabandus, vabandama, põhjus, põhjuseks, põhjust, põhjustada, põhjuse
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: desarmeerimine, desarmeerimise, desarmeerimist, desarmeerimis-, desarmeerimisele