Αφοπλισμός στα ουκρανικά
Μετάφραση: αφοπλισμός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
роззброєння, роззброювання
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφοπλισμός
αφοπλισμόσ του ελασ, αφοπλισμός του ελασ (βάρκιζα 1945), αφοπλισμός αστυνομίας, πυρηνικόσ αφοπλισμόσ, αποκλεισμός συνώνυμα, αφοπλισμός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αφοπλισμός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αφομοίωση στα ουκρανικά - порівнювання, асиміляція, засвоєння, уподібнення, асиміляції
- αφοπλισμένος στα ουκρανικά - роззброєний, беззбройний, неозброєний, роззброїли, обеззброїли
- αφορίζω στα ουκρανικά - відлучити від
- αφορμή στα ουκρανικά - пробачення, звільняти, звільнення, пробачати, причина, Пичина, Причина Додаткова, ...
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: роззброєння, роззброювання
Μεταφράσεις: роззброєння, роззброювання