Αφοπλισμός στα δανικά

Μετάφραση: αφοπλισμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nedrustning, afvæbning, afrustning, nedrustnings-, afvæbningen
Αφοπλισμός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αφοπλισμός

αφοπλισμόσ του ελασ, αφοπλισμός του ελασ (βάρκιζα 1945), αφοπλισμός αστυνομίας, πυρηνικόσ αφοπλισμόσ, αποκλεισμός συνώνυμα, αφοπλισμός λεξικό γλώσσας δανικά, αφοπλισμός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αφομοίωση στα δανικά - assimilation, assimilering, ligestilling, sidestilling, optagelsen
  • αφοπλισμένος στα δανικά - afvæbnet, frakoblet, frakobles, afvæbnede, afvæbnes
  • αφορίζω στα δανικά - ekskommunikere, bandlyse, ekskommunicere, bandlyser, at ekskommunikere
  • αφορμή στα δανικά - undskylde, årsag, årsagen, sag, anledning, årsag til
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nedrustning, afvæbning, afrustning, nedrustnings-, afvæbningen