Γεννητικός στα γερμανικά

Μετάφραση: γεννητικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschlechtsteil, geschlechtlich, generativ, generativen, generative, generativer, generatives
Γεννητικός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεννητικός

γεννητικός έρπης συμπτώματα, γεννητικός έρπης φωτογραφιες, γεννητικός κύκλος, γεννητικός έρπης θεραπεία, γεννητικός ερπης, γεννητικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, γεννητικός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • γενναιόδωρος στα γερμανικά - freizügig, generös, freigiebig, freigebig, großzügig, großzügige, großzügigen, ...
  • γενναιότητα στα γερμανικά - mut, tapferkeit, Tapferkeit, Mut, Tapferkeits, Bravour
  • γεννοβολώ στα γερμανικά - hervorbringen, laich, rasse, brut, art, zeugen, zucht, ...
  • γεννώ στα γερμανικά - tragen, zeugen, keimen, vertragen, entbinden, baissier, börsenspekulant, ...
Τυχαίες λέξεις
Γεννητικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: geschlechtsteil, geschlechtlich, generativ, generativen, generative, generativer, generatives