Γεννητικός στα ουγγρικά

Μετάφραση: γεννητικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nemző, generatív, a generatív, generáló
Γεννητικός στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεννητικός

γεννητικός έρπης συμπτώματα, γεννητικός έρπης φωτογραφιες, γεννητικός κύκλος, γεννητικός έρπης θεραπεία, γεννητικός ερπης, γεννητικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, γεννητικός στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • γενναιόδωρος στα ουγγρικά - nagylelkű, nagyvonalú, bőséges, bőkezű, tágas
  • γενναιότητα στα ουγγρικά - bátorság, bátorságát, bátorságukat, bátorsággal, a bátorság
  • γεννοβολώ στα ουγγρικά - ebihal, költés, ívás, ívási, Spawning, Az ívásra képes, Az ívás
  • γεννώ στα ουγγρικά - medve, ebihal, borjazik, megellik, borjú
Τυχαίες λέξεις
Γεννητικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: nemző, generatív, a generatív, generáló