Γεννητικός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: γεννητικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
генеративен, генеративна, генеративни
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γεννητικός
γεννητικός έρπης συμπτώματα, γεννητικός έρπης φωτογραφιες, γεννητικός κύκλος, γεννητικός έρπης θεραπεία, γεννητικός ερπης, γεννητικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, γεννητικός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- γενναιόδωρος στα σλαβομακεδονικά - великодушни, дарежлив, дарежлива, дарежливи, великодушна
- γενναιότητα στα σλαβομακεδονικά - храброста, храброст, смелост, храброста на, за храброста
- γεννοβολώ στα σλαβομακεδονικά - мрестење, мрест, стартувала, мрестот, мрестењето
- γεννώ στα σλαβομακεδονικά - мечката, Calvé, срутвам
Τυχαίες λέξεις
Γεννητικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: генеративен, генеративна, генеративни
Μεταφράσεις: генеративен, генеративна, генеративни