Εργατικός στα γερμανικά
Μετάφραση: εργατικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fleißig, ausdauernd, emsig, arbeitsam, fleißigen, fleißige, fleißiger
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργατικός
εργατικός νόμος, εργατικός αγώνας blogspot, εργατικός αγώνας, εργατικός κώδικας, εργατικός τουρισμός, εργατικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, εργατικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- εργασία στα γερμανικά - anstellung, werk, beeinflussen, funktionieren, verwendung, beschäftigung, einsatz, ...
- εργαστήριο στα γερμανικά - laboratorium, labor, Labor, Laboratorium, Labors
- εργοδηγός στα γερμανικά - vorarbeiter, meister, chef, polier, Oberbeleuchter, gaffer, Beleuchter Bühnenbau, ...
- εργοδότης στα γερμανικά - chef, firma, arbeitgeber, Arbeitgeber, Arbeitgebers, Unternehmer
Τυχαίες λέξεις
Εργατικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: fleißig, ausdauernd, emsig, arbeitsam, fleißigen, fleißige, fleißiger
Μεταφράσεις: fleißig, ausdauernd, emsig, arbeitsam, fleißigen, fleißige, fleißiger