Εργατικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: εργατικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ijverig, naarstig, nijver, vlijtig, arbeidzaam, ijverige
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργατικός
εργατικός νόμος, εργατικός αγώνας blogspot, εργατικός αγώνας, εργατικός κώδικας, εργατικός τουρισμός, εργατικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εργατικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εργασία στα ολλανδικά - emplooi, bevallen, voortbrengen, arbeid, functioneren, toepassing, karwei, ...
- εργαστήριο στα ολλανδικά - laboratorium, laboratoria, het laboratorium, laboratoriumonderzoek, labo
- εργοδηγός στα ολλανδικά - baas, meester, heer, ploegbaas, ouwe baas, Gaffer, Gaffer van, ...
- εργοδότης στα ολλανδικά - patroon, werkgever, de werkgever, werkgevers
Τυχαίες λέξεις
Εργατικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ijverig, naarstig, nijver, vlijtig, arbeidzaam, ijverige
Μεταφράσεις: ijverig, naarstig, nijver, vlijtig, arbeidzaam, ijverige