Ευρέως στα γερμανικά
Μετάφραση: ευρέως, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
weitgehend, weit, überall, allgemein, weithin, weit verbreitet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευρέως
ευρέως συνώνυμα, ευρύς ευρέως, ευρέως αποδεκτό, ευρέως συνώνυμο, ευρέωσ φάσματοσ, ευρέως λεξικό γλώσσας γερμανικά, ευρέως στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ευπροσήγορος στα γερμανικά - höflich, bürgerlich, zivil, zugänglich, leicht, Facile, einfache, ...
- ευπρόσιτος στα γερμανικά - erreichbar, zugänglich, leicht zugänglich, leicht erreichbar, leicht zu erreichen, leicht zugängliche, leicht zugänglichen
- ευρετήριο στα γερμανικά - inhalt, verzeichnis, zeiger, zeigefinger, indizierte, hinweis, index, ...
- ευρύς στα γερμανικά - breite, weit, unbestimmt, breit, enzyklopädisch, breiten, breites
Τυχαίες λέξεις
Ευρέως στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: weitgehend, weit, überall, allgemein, weithin, weit verbreitet
Μεταφράσεις: weitgehend, weit, überall, allgemein, weithin, weit verbreitet