Ευρέως στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ευρέως, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
largamente, amplamente, muito, extensamente, ampla
Ευρέως στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευρέως

ευρέως συνώνυμα, ευρύς ευρέως, ευρέως αποδεκτό, ευρέως συνώνυμο, ευρέωσ φάσματοσ, ευρέως λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ευρέως στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ευπροσήγορος στα πορτογαλικά - civil, fácil, facile, f�il, simplista, dócil
  • ευπρόσιτος στα πορτογαλικά - acessível, facilmente acessível, facilmente acessíveis, de fácil acesso, fácil acesso, facilmente acessível a
  • ευρετήριο στα πορτογαλικά - índice, recorte, índices, índice de, de índice, index, do índice
  • ευρύς στα πορτογαλικά - largo, extenso, espaçoso, vasto, amplo, ampla, larga, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευρέως στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: largamente, amplamente, muito, extensamente, ampla