Ευρέως στα τούρκικα
Μετάφραση: ευρέως, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geniş ölçüde, yaygın, yaygın olarak, çok, geniş
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευρέως
ευρέως συνώνυμα, ευρύς ευρέως, ευρέως αποδεκτό, ευρέως συνώνυμο, ευρέωσ φάσματοσ, ευρέως λεξικό γλώσσας τούρκικα, ευρέως στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ευπροσήγορος στα τούρκικα - kibar, nazik, sivil, kolay, basit, facile, yüzeysel, ...
- ευπρόσιτος στα τούρκικα - kolayca erişilebilir, kolay erişilebilir, kolayca ulaşılabilir, kolayca erişilebilen, kolay ulaşılabilir
- ευρετήριο στα τούρκικα - katalog, indeks, göstergesi, endeksi, dizin, indeksi
- ευρύς στα τούρκικα - geniş, geniş bir, birçok, genel
Τυχαίες λέξεις
Ευρέως στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: geniş ölçüde, yaygın, yaygın olarak, çok, geniş
Μεταφράσεις: geniş ölçüde, yaygın, yaygın olarak, çok, geniş