Ευρέως στα εσθονικά
Μετάφραση: ευρέως, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lairiba, laialdaselt, laialt, väga, laiemalt, laialdasemalt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευρέως
ευρέως συνώνυμα, ευρύς ευρέως, ευρέως αποδεκτό, ευρέως συνώνυμο, ευρέωσ φάσματοσ, ευρέως λεξικό γλώσσας εσθονικά, ευρέως στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ευπροσήγορος στα εσθονικά - ligipääsetav, viisakas, peenekombeline, ladus, facile, hõlpsat, pinnapealne, ...
- ευπρόσιτος στα εσθονικά - kättesaadav, kergesti kättesaadav, kergesti ligipääsetav, hõlpsasti kättesaadav, kergesti kättesaadavad, kergesti ligipääsetavad
- ευρετήριο στα εσθονικά - viit, sisujuht, indeks, indeksi, pealeht, indeksit, register
- ευρύς στα εσθονικά - lai, tots, laia, ulatuslik, laialdane, laialdast
Τυχαίες λέξεις
Ευρέως στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: lairiba, laialdaselt, laialt, väga, laiemalt, laialdasemalt
Μεταφράσεις: lairiba, laialdaselt, laialt, väga, laiemalt, laialdasemalt