Οξύ στα γερμανικά
Μετάφραση: οξύ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sauer, säure, Säure, sauren, saure
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξύ
οξύ πνευμονικό οίδημα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου συμπτώματα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, οξύ ψυχωσικό επεισόδιο, οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, οξύ λεξικό γλώσσας γερμανικά, οξύ στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- οξυδέρκεια στα γερμανικά - heftigkeit, sehschärfe, schärfe, Einsicht, Erkenntnis, Einblick, Einblicke, ...
- οξυδερκής στα γερμανικά - scharf, schneidend, stechend, großartig, toll, doppelkreuz, scharfsinnig, ...
- οξύθυμος στα γερμανικά - verdrießlich, reizbar, gereizt, verdrossen, auffahrend, jähzornig, irascible, ...
- οξύνοια στα γερμανικά - scharfsinn, Scharfsinn, Schlauheit, Klugheit
Τυχαίες λέξεις
Οξύ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: sauer, säure, Säure, sauren, saure
Μεταφράσεις: sauer, säure, Säure, sauren, saure