Οξύ στα ρωσικά

Μετάφραση: οξύ, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
язвительность, кислотный, кислота, кислый, кислоты, кислоту, кислотой
Οξύ στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύ

οξύ πνευμονικό οίδημα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου συμπτώματα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, οξύ ψυχωσικό επεισόδιο, οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, οξύ λεξικό γλώσσας ρωσικά, οξύ στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • οξυδέρκεια στα ρωσικά - сметливость, резкость, острота, понимание, Insight, проницательность, Инсайт, ...
  • οξυδερκής στα ρωσικά - стремящийся, высокий, остроконечный, изощренный, пронизывающий, строгий, искусный, ...
  • οξύθυμος στα ρωσικά - впечатлительный, воспаленный, раздражительный, раздражимый, вспыльчивый, раздражительным, вспыльчивым, ...
  • οξύνοια στα ρωσικά - проницательность, сообразительность, прозорливость, хитрость
Τυχαίες λέξεις
Οξύ στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: язвительность, кислотный, кислота, кислый, кислоты, кислоту, кислотой