Οξύ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: οξύ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кіслата, кіслаты
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξύ
οξύ πνευμονικό οίδημα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου συμπτώματα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, οξύ ψυχωσικό επεισόδιο, οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, οξύ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, οξύ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- οξυδέρκεια στα λευκορωσικά - разуменне, разуменьне
- οξυδερκής στα λευκορωσικά - успрымальны, ўспрымальны
- οξύθυμος στα λευκορωσικά - запальчывы, гарачы, магу пагарачыцца, пагарачыцца
- οξύνοια στα λευκορωσικά - праніклівасць, праніклівыя, прадбачлівыя, празорлівасць
Τυχαίες λέξεις
Οξύ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: кіслата, кіслаты
Μεταφράσεις: кіслата, кіслаты