Οξύ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: οξύ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acerbo, ácidos, azedo, ácido, �ido, de ácido, o ácido, do ácido
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξύ
οξύ πνευμονικό οίδημα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου συμπτώματα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, οξύ ψυχωσικό επεισόδιο, οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, οξύ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, οξύ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- οξυδέρκεια στα πορτογαλικά - aguçar, agudeza, afinar, afiar, introspecção, perspicácia, discernimento, ...
- οξυδερκής στα πορτογαλικά - escarpado, animado, cortante, abrupto, intenso, ágil, chocante, ...
- οξύθυμος στα πορτογαλικά - irascível, irascible, irritável, irascíveis
- οξύνοια στα πορτογαλικά - astúcia, argúcia, astuteness, perspicácia, sagacidade
Τυχαίες λέξεις
Οξύ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: acerbo, ácidos, azedo, ácido, �ido, de ácido, o ácido, do ácido
Μεταφράσεις: acerbo, ácidos, azedo, ácido, �ido, de ácido, o ácido, do ácido