Συμβιβαστικός στα γερμανικά

Μετάφραση: συμβιβαστικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
versöhnlich, versöhnlichen, versöhnliche, versöhnlicher, versöhnlichere
Συμβιβαστικός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμβιβαστικός

συμβιβαστικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, συμβιβαστικός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • συμβιβάζω στα γερμανικά - übereinkunft, versöhnen, Einklang zu bringen, in Einklang zu bringen, zu versöhnen, Einklang bringen
  • συμβιβασμός στα γερμανικά - übereinkunft, Kompromiss, Kompromiß, Kompromisse, Kompromisses
  • συμβολή στα γερμανικά - beitrag, kontribution, schenkung, Beitrag, Beiträge, Beitrags
  • συμβολαιογράφος στα γερμανικά - notar, Notar, Notars, notariell, Notariats
Τυχαίες λέξεις
Συμβιβαστικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: versöhnlich, versöhnlichen, versöhnliche, versöhnlicher, versöhnlichere