Συμβιβαστικός στα ισπανικά

Μετάφραση: συμβιβαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conciliatorio, conciliador, conciliadora, conciliatoria, conciliación
Συμβιβαστικός στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμβιβαστικός

συμβιβαστικός λεξικό γλώσσας ισπανικά, συμβιβαστικός στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • συμβιβάζω στα ισπανικά - compromiso, reconciliar, conciliar, reconciliarse, conciliar la, reconciliar a
  • συμβιβασμός στα ισπανικά - compromiso, comprometen, comprometen la, de compromiso, transacción
  • συμβολή στα ισπανικά - donativo, aportación, contribución, aporte, la contribución, contribución de
  • συμβολαιογράφος στα ισπανικά - escribano, notario, notarial, fedatario, notaría
Τυχαίες λέξεις
Συμβιβαστικός στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: conciliatorio, conciliador, conciliadora, conciliatoria, conciliación