Συμβιβαστικός στα ιταλικά

Μετάφραση: συμβιβαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conciliativo, conciliante, concilianti, conciliatorio, di conciliazione
Συμβιβαστικός στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμβιβαστικός

συμβιβαστικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, συμβιβαστικός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • συμβιβάζω στα ιταλικά - conciliare, riconciliare, compromesso, conciliare la, riconciliarsi, di conciliare
  • συμβιβασμός στα ιταλικά - compromesso, di compromesso, compromessi, compromissione, il compromesso
  • συμβολή στα ιταλικά - contributo, contributi, partecipazione, apporto, il contributo
  • συμβολαιογράφος στα ιταλικά - notaio, notarile, notarili
Τυχαίες λέξεις
Συμβιβαστικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: conciliativo, conciliante, concilianti, conciliatorio, di conciliazione