Συμβιβαστικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: συμβιβαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
примирливий, примирення, примирливу, компромісний
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμβιβαστικός
συμβιβαστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συμβιβαστικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συμβιβάζω στα ουκρανικά - мирова, компрометувати, примиренний, компроміс, сумісний, компромісний, узгодити, ...
- συμβιβασμός στα ουκρανικά - мирова, компромісний, компроміс, компрометувати, компромісу
- συμβολή στα ουκρανικά - податок, співпрацю, пожертвування, пожертва, внесок, вклад
- συμβολαιογράφος στα ουκρανικά - нотаріус, нотаріальний, нотариус
Τυχαίες λέξεις
Συμβιβαστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: примирливий, примирення, примирливу, компромісний
Μεταφράσεις: примирливий, примирення, примирливу, компромісний