Συμβιβαστικός στα τούρκικα

Μετάφραση: συμβιβαστικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uzlaştırıcı, uzlaşmacı, uzlaşmacı bir, uzlaştırıcı bir, yatıştırıcı
Συμβιβαστικός στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμβιβαστικός

συμβιβαστικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, συμβιβαστικός στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • συμβιβάζω στα τούρκικα - uzlaşma, barıştırma, uzlaştırmak, bağdaştırmak, mutabakatı, mutabakat, mutabakatına
  • συμβιβασμός στα τούρκικα - uzlaşma, bir uzlaşma, uzlaşmacı, uzlaşmaya, ödün
  • συμβολή στα τούρκικα - bağış, katkı, katkısı, katılım, katkı Payı, katkıları
  • συμβολαιογράφος στα τούρκικα - noter, noterlik, noterden, notere
Τυχαίες λέξεις
Συμβιβαστικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: uzlaştırıcı, uzlaşmacı, uzlaşmacı bir, uzlaştırıcı bir, yatıştırıcı