Αναβίωση στα δανικά

Μετάφραση: αναβίωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
genoplivning, genoplivelse, revival, vækkelse, opsving
Αναβίωση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναβίωση

αναβίωση δράμα, αναβίωση επε, αναβίωση ανώνυμης εταιρείας, αναβίωση ολυμπιακών αγώνων 1896, αναβίωση συνώνυμα, αναβίωση λεξικό γλώσσας δανικά, αναβίωση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αναβάλλω στα δανικά - udskyde, udsætte, stall, bås, bod, båsen, stalden
  • αναβάτης στα δανικά - jockey, støttehjul, jokey
  • αναβαθμίζω στα δανικά - opgradering, opgraderingen, opgradere, opgradering af
  • αναβιώνω στα δανικά - genoplive, at genoplive, puste nyt liv, genoptage, genskabe
Τυχαίες λέξεις
Αναβίωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: genoplivning, genoplivelse, revival, vækkelse, opsving