Αναβίωση στα ιταλικά

Μετάφραση: αναβίωση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rinascita, ripresa, risveglio, rilancio, rinnovamento
Αναβίωση στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναβίωση

αναβίωση δράμα, αναβίωση επε, αναβίωση ανώνυμης εταιρείας, αναβίωση ολυμπιακών αγώνων 1896, αναβίωση συνώνυμα, αναβίωση λεξικό γλώσσας ιταλικά, αναβίωση στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αναβάλλω στα ιταλικά - rinviare, differire, posticipare, soprassedere, rimandare, stallo, bancarella, ...
  • αναβάτης στα ιταλικά - cavaliere, fantino, jockey, puleggia tenditrice
  • αναβαθμίζω στα ιταλικά - aggiornamento, Upgrade, di aggiornamento, aggiornamento del, l'aggiornamento
  • αναβιώνω στα ιταλικά - rinascere, risorgere, rianimare, ravvivare, rivivere, rilanciare, far rivivere
Τυχαίες λέξεις
Αναβίωση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: rinascita, ripresa, risveglio, rilancio, rinnovamento