Αναβίωση στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: αναβίωση, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
преродба, заживување, оживувањето, оживување, заживувањето
Αναβίωση στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναβίωση

αναβίωση δράμα, αναβίωση επε, αναβίωση ανώνυμης εταιρείας, αναβίωση ολυμπιακών αγώνων 1896, αναβίωση συνώνυμα, αναβίωση λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αναβίωση στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • αναβάλλω στα σλαβομακεδονικά - закочи, штанд, тезга, полица, штала
  • αναβάτης στα σλαβομακεδονικά - џокеј, помошното, и помошното, џокејот
  • αναβαθμίζω στα σλαβομακεδονικά - надградба, надградбата, надградба на, надградба за, за надградба
  • αναβιώνω στα σλαβομακεδονικά - оживее, оживеат, заживее, заживување, го оживее
Τυχαίες λέξεις
Αναβίωση στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: преродба, заживување, оживувањето, оживување, заживувањето