Αναβίωση στα ουγγρικά

Μετάφραση: αναβίωση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
újjászületés, feléledés, újjáéledés, ébredés, megújulás, újjáélesztésé
Αναβίωση στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναβίωση

αναβίωση δράμα, αναβίωση επε, αναβίωση ανώνυμης εταιρείας, αναβίωση ολυμπιακών αγώνων 1896, αναβίωση συνώνυμα, αναβίωση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αναβίωση στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • αναβάλλω στα ουγγρικά - átesés, halogat, istálló, zuhanyfülke, bódé
  • αναβάτης στα ουγγρικά - tolósúly, lovász, toldat, záradék, vándorkobzos, vándorlantos, zsoké, ...
  • αναβαθμίζω στα ουγγρικά - frissítés, frissítési, frissítést, frissítése, korszerűsítése
  • αναβιώνω στα ουγγρικά - feléled, újraéleszteni, feléleszteni, életre, fellendítése
Τυχαίες λέξεις
Αναβίωση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: újjászületés, feléledés, újjáéledés, ébredés, megújulás, újjáélesztésé