Αναβίωση στα λιθουανικά
Μετάφραση: αναβίωση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atgimimas, atgimimo, atgaivinimas, atgimimą, atgaivinti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναβίωση
αναβίωση δράμα, αναβίωση επε, αναβίωση ανώνυμης εταιρείας, αναβίωση ολυμπιακών αγώνων 1896, αναβίωση συνώνυμα, αναβίωση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αναβίωση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αναβάλλω στα λιθουανικά - atidėti, gardas, vilkinti, prekystalis, perdarynė, būdelė
- αναβάτης στα λιθουανικά - keleivis, keleivinis, žokėjus, gudrumu, Jockey, menestrelis
- αναβαθμίζω στα λιθουανικά - patobulinti, atnaujinti, atnaujinimas, atnaujinimo, atnaujinimą
- αναβιώνω στα λιθουανικά - atgaivinti, atnaujinti, atgaivins, atkurti, gaivinti
Τυχαίες λέξεις
Αναβίωση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: atgimimas, atgimimo, atgaivinimas, atgimimą, atgaivinti
Μεταφράσεις: atgimimas, atgimimo, atgaivinimas, atgimimą, atgaivinti